- ἀνυψῶ
- ἀνυψόωraise uppres subj act 1st sgἀνυψόωraise uppres ind act 1st sgἀνυψόωraise uppres subj act 1st sgἀνυψόωraise uppres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανυψώ — ἀνυψῶ ( όω) (Α) βλ. ανυψώνω … Dictionary of Greek
ανυψωτικός — ή, ό ο χρήσιμος ή κατάλληλος για ανύψωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανυψώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον μηχανικό Αναστάσιο Σούλη] … Dictionary of Greek
ανυψώνω — (Α ἀνυψῶ, όω) 1. σηκώνω ψηλά 2. εξυψώνω ηθικά … Dictionary of Greek
προσανυψώ — όω, Μ [ἀνυψῶ] υψώνω κάτι ακόμη πιο πολύ, σηκώνω κάτι σε ακόμη μεγαλύτερο ύψος … Dictionary of Greek
συνανυψώ — όω, ΜΑ [ἀνυψῶ] ανυψώνω συγχρόνως … Dictionary of Greek